Αυτό είναι το ζώο που ενέπνευσε την Αλκη Ζέη να γράψει "Το Καπλάνι της βιτρίνας".
Η λέξη καπλάνι προέρχεται από την τουρκική kaplan. Πρόκειται για ένα είδος αιλουροειδούς, πιθανόν τίγρη ή λεοπάρδαλη. Ο όρος είναι περισσότερο αόριστος και μπορεί να περιγράφει διαφορετικό ζώο ανά περίπτωση. Σε καμία περίπτωση δεν είναι ο Λύγκας που θα βρείτε σε αρκετές αναφορές στο διαδίκτυο.
Βρίσκεται στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας των Μυτιληνιών Σάμου (www.nhma.gr).
Η Άλκη Ζέη έζησε τα παιδικά της χρόνια στο Μαλαγάρι της Σάμου.
Αυτό που βλέπετε σήμερα δεν είναι παρά το δέρμα του ζώου.
"Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε στο δάσος ένας τίγρης, ένα καπλάνι όπως το λένε στο νησί μας" (Άλκη Ζέη, Το καπλάνι της βιτρίνας, Αθήνα 1963).
Το μύθο που περιβάλει αυτό το ζώο μας τον λέει ο Βλαχογεώργος Κωνσταντίνος:
Αντιγράφοντας από το isamos.gr:
"Αυτό το ζώο που βλέπετε στη φωτογραφία και το οποίο μπορείτε να δείτε και σεις στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας των Μυτιληνιών, είναι το δέρμα ενός αιμοβόρου αιλουροειδούς, συγγενικού της τίγρης, γνωστού με το όνομα καπλάνι που ζει στη Μικρασία.
Πριν από 130 χρόνια αναγκάστηκε είτε από πλημμύρα του ποταμού Μαίανδρου, είτε από πυρκαγιά, να περάσει κολυμπώντας στη Σάμο. Εγκαταστάθηκε στα υψώματα γύρω από τους Μαυρατζαίους και κατάντησε λυμεώνας των οικόσιτων και ποιμενικών ζώων της περιοχής.
Αγρότες και ποιμένες το καταδίωξαν και το ανάγκασαν να καταφύγει σε μια σπηλιά, που ονομάστηκε από τότε καπλανότρυπα. Οι διώκτες μη τολμώντας να μπούνε μέσα χτίσανε στην πόρτα τοίχο με μεγάλες πέτρες. Το άφησαν κλεισμένο περίπου τρεις μήνες προσδοκώντας να ψοφήσει από πείνα και δίψα. Αυτό όμως διατηρήθηκε ακμαίο τρώγοντας υπόλοιπα παλιών του θηραμάτων που είχε αποθηκεύσει και πίνοντας το νερό σταλαγματιά – σταλαγματιά που μαζεύονταν σε μια γούβα της σπηλιάς. Μετά από αρκετό διάστημα περίεργοι να διαπιστώσουν αν είχε ψοφήσει και μη τολμώντας να ανοίξουν τη χτισμένη είσοδο, άνοιξαν από πάνω τρύπα (φεγγίτη), κρέμασαν ένα σχοινί δεμένο σε πεύκο και κατέβηκε ντυμένος με καπενέκι αλλά άοπλος, ο Γεράσιμος Γλιαρμής. Στην κλεισμένη σπηλιά αγκαλιάστηκαν άνθρωπος και θηρίο σε πάλη μέχρι θανάτου. Ο άνθρωπος κεφαλοκλείδωσε το καπλάνι προσπαθώντας να το στραγγαλίσει, και αυτό προσπαθούσε να σχίσει το καπενέκι και με τα νύχια να ξεσχίσει το στήθος του ανθρώπου και με τα δόντια να του συντρίψει το βραχίονα. Ο Γλιαρμής καλούσε σε βοήθεια αλλά κανένας δεν τολμούσε να πλησιάσει στο άνοιγμα του φεγγίτη.
Σε λίγο φθάνει ο αδελφός του Γεράσιμου, ο Νικόλαος Γλιαρμής, που για το ψηλό του ανάστημα και το ογκώδες του σώμα αλλά και του ενός ματιού του, είχε το παρατσούκλι Κύκλωπας με δύναμη υπερφυσική. Όταν έμαθε την κατάσταση αρπάζει το σκοινί και κατεβαίνει στη σπηλιά. Το θηρίο αφήνει τον αποκαμωμένο αντίπαλο και ορμά στον καινούριο εχθρό του. Αυτός όμως αρπάζει με το αριστερό του χέρι από το λαιμό το καπλάνι και με το δεξί του προσπαθεί να τραβήξει το μαχαίρι από το ζωνάρι του. Ώσπου όμως να το καταφέρει το καπλάνι είχε ψοφήσει από πνιγμό. Ο Γεράσιμος Γλιαρμής όμως είχε εν τω μεταξύ πληγωθεί στο στήθος από τα νύχια του θηρίου και πέθανε από μόλυνση σε λίγο καιρό".
Το ζώο ταριχεύθηκε με τα μέσα της εποχής, περιπλανήθηκε αρκετά και κατέληξε στο Μουσείο των Μυτιληνιών μετά από δωρεά του Δήμου Σαμίων. Το έκθεμα αυτό συντηρήθηκε κατά το δυνατόν και εκτίθεται ακόμη σήμερα λόγω της ιστορικής του αξίας.
"Αυτό το ζώο που βλέπετε στη φωτογραφία και το οποίο μπορείτε να δείτε και σεις στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας των Μυτιληνιών, είναι το δέρμα ενός αιμοβόρου αιλουροειδούς, συγγενικού της τίγρης, γνωστού με το όνομα καπλάνι που ζει στη Μικρασία.
Πριν από 130 χρόνια αναγκάστηκε είτε από πλημμύρα του ποταμού Μαίανδρου, είτε από πυρκαγιά, να περάσει κολυμπώντας στη Σάμο. Εγκαταστάθηκε στα υψώματα γύρω από τους Μαυρατζαίους και κατάντησε λυμεώνας των οικόσιτων και ποιμενικών ζώων της περιοχής.
Αγρότες και ποιμένες το καταδίωξαν και το ανάγκασαν να καταφύγει σε μια σπηλιά, που ονομάστηκε από τότε καπλανότρυπα. Οι διώκτες μη τολμώντας να μπούνε μέσα χτίσανε στην πόρτα τοίχο με μεγάλες πέτρες. Το άφησαν κλεισμένο περίπου τρεις μήνες προσδοκώντας να ψοφήσει από πείνα και δίψα. Αυτό όμως διατηρήθηκε ακμαίο τρώγοντας υπόλοιπα παλιών του θηραμάτων που είχε αποθηκεύσει και πίνοντας το νερό σταλαγματιά – σταλαγματιά που μαζεύονταν σε μια γούβα της σπηλιάς. Μετά από αρκετό διάστημα περίεργοι να διαπιστώσουν αν είχε ψοφήσει και μη τολμώντας να ανοίξουν τη χτισμένη είσοδο, άνοιξαν από πάνω τρύπα (φεγγίτη), κρέμασαν ένα σχοινί δεμένο σε πεύκο και κατέβηκε ντυμένος με καπενέκι αλλά άοπλος, ο Γεράσιμος Γλιαρμής. Στην κλεισμένη σπηλιά αγκαλιάστηκαν άνθρωπος και θηρίο σε πάλη μέχρι θανάτου. Ο άνθρωπος κεφαλοκλείδωσε το καπλάνι προσπαθώντας να το στραγγαλίσει, και αυτό προσπαθούσε να σχίσει το καπενέκι και με τα νύχια να ξεσχίσει το στήθος του ανθρώπου και με τα δόντια να του συντρίψει το βραχίονα. Ο Γλιαρμής καλούσε σε βοήθεια αλλά κανένας δεν τολμούσε να πλησιάσει στο άνοιγμα του φεγγίτη.
Σε λίγο φθάνει ο αδελφός του Γεράσιμου, ο Νικόλαος Γλιαρμής, που για το ψηλό του ανάστημα και το ογκώδες του σώμα αλλά και του ενός ματιού του, είχε το παρατσούκλι Κύκλωπας με δύναμη υπερφυσική. Όταν έμαθε την κατάσταση αρπάζει το σκοινί και κατεβαίνει στη σπηλιά. Το θηρίο αφήνει τον αποκαμωμένο αντίπαλο και ορμά στον καινούριο εχθρό του. Αυτός όμως αρπάζει με το αριστερό του χέρι από το λαιμό το καπλάνι και με το δεξί του προσπαθεί να τραβήξει το μαχαίρι από το ζωνάρι του. Ώσπου όμως να το καταφέρει το καπλάνι είχε ψοφήσει από πνιγμό. Ο Γεράσιμος Γλιαρμής όμως είχε εν τω μεταξύ πληγωθεί στο στήθος από τα νύχια του θηρίου και πέθανε από μόλυνση σε λίγο καιρό".
Το ζώο ταριχεύθηκε με τα μέσα της εποχής, περιπλανήθηκε αρκετά και κατέληξε στο Μουσείο των Μυτιληνιών μετά από δωρεά του Δήμου Σαμίων. Το έκθεμα αυτό συντηρήθηκε κατά το δυνατόν και εκτίθεται ακόμη σήμερα λόγω της ιστορικής του αξίας.