Με την ευχή να συναντήσω κάποτε και να φωτογραφίσω αυτό το τόσο παρεξηγημένο, αλλά υπέροχο ζώο αναδημοσιεύω ένα εξαιρετικό κείμενο του Κώστα Στ. Τσίπηρα (Αύγουστος 1992) από το βιβλίο του "Στα Ελληνικά Βουνά" Β μέρος (εκδόσεις Λιβάνη).
Είναι ότι καλύτερο έχω διαβάσει για τον Λύκο...
Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, την πρώτη μου συνάντηση με λύκο. Την πρώτη μου συνάντηση, με το μεγάλο και περήφανο αυτό θηλαστικό, που έχει κατηγορηθεί, συκοφαντηθεί και κυνηγηθεί από τον άνθρωπο περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο είδος ζώου, πουλιού, εντόμου, ή κι εγώ δεν ξέρω τι άλλου...
Ήταν αρχές του Ιούνη του 1976, όταν με μία ομάδα φίλων του Ορειβατικού Αθηνών, στον οποίο ανήκα τότε, βαδίζαμε από το πανέμορφο χωριό Άγραφα της Ευρυτανίας, ακολουθώντας το παλιό και εξαιρετικής αισθητικής μονοπάτι που ανεβαίνει από τον οικισμό προς το φημισμένο οροπέδιο της Νιάλας.
Είχε προηγηθεί όλη αυτή η περιπέτεια, που έζησε γιά δεκαετίες ολόκληρες ο λαός της περιοχής των Αγράφων: Καρπενήσι και στη συνέχεια το ηρωικό και παμπάλαιο λεωφορείο, (της κακιάς ώρας !), του καλοκάγαθου και πάντοτε χαμογελαστού Τσιγαρίδα, όπου στοιβαγμένοι άνθρωποι, αποσκευές και ζώα στον ίδιο χώρο, προσέγγιζαν, μετά τα χωριά Κεράσοβο και Κρέντη, την ονομαστή τοποθεσία Βαρβαριάδα, στις όχθες του Αγραφιώτη ποταμού και στη συνέχεια με τα μ'λάρια, τα χωριά τους: Μοναστηράκι, Άγραφα, Επινιανά, Τρίδεντρο, Τροβάτο και Μεγάλα Βραγγιανά.
Περιπέτεια, που δεν μπορεί, σήμερα, κάποιος να ξαναζήσει γιατί απλούστατα οι δρόμοι "σκαπετήσανε" παντού, η ασυνειδησία (οι εκπτώσεις βλέπετε !) των εργολάβων γέμισε με μπάζα τις όχθες του Αγραφιώτη, τα τσιμεντένια γιοφύρια χαλάσανε την αισθητική του τοπίου και το ταλαίπωρο λεωφορειάκι του Τσιγαρίδα, σαπίζει δίπλα στο δρόμο, προς το καφενεδάκι του μπαρμπα- Λάμπρου Κοντογούνη στη Βαρβαριάδα, παραδοτέο και όχι διατηρητέο μνημείο, θαρρείς, γιατί ο Τσιγαρίδας, που σήμερα εξακολουθεί να εργάζεται με ένα σύγχρονο λεωφορείο στην ίδια γραμμή, "θέλει", (τι ευαισθησία !), "να το βλέπει, γιατί τ'αγαπάει", όπως μου είπε πρόσφατα ! ...
Ηταν αρχές του Ιούνη του 1976 και μετά από 4 περίπου ώρες, ανηφορικής πορείας, σε ένα από τα ωραιότερα μονοπάτια, σίγουρα, των ελληνικών βουνών (αλήθεια τι μεγάλοι τεχνίτες υπήρξαν αυτοί οι απλοί και ανώνυμοι άνθρωποι που χάραξαν και συντήρησαν τέτοια μονοπάτια -αριστουργήματα, σεβασμού του ανάγλυφου της γής και της φύσης), η ομάδα μας πλησίαζε στο διάσελο της Φουρκούλας, κοντά στην απότομη ράχη της Τούρλας, που οδηγεί προς τον Καταραχιά, το φημισμένο βουνό της Ρούμελης και στη συνέχεια προς την Νιάλα.
Πήγαινα τελευταίος, τότε δεν ήξερα καλά και τα μονοπάτια. Θες οι φωτογραφίες που συνεχώς τραβούσα, θες ο θαυμασμός για τη μεγάλη μάνα φύση, μ' είχαν κάπως ξεκόψει απ'την ομάδα, που βάδιζε έτσι κι αλλιώς γρήγορα, με στόχο την κορυφή, έτσι όπως ακριβώς κάνουν οι περισσότεροι ορειβατικοί σύλλογοι της χώρας μας, που αδιαφορούν εντελώς γιά την φύση και το μόνο που τους νοιάζει είναι να πατήσουν την κορυφή. Την οποιαδήποτε κορυφή...
Και ξάφνου, να, λίγο πιό κάτω απ'το διάσελο, δεν θα ήταν σε περισσότερο από 100, ειλικρινά, μέτρα, είδα τη φιγούρα, ενός μεγάλου, γκρίζου με τα χρώματα του καλοκαιριού, λύκου. Στάθηκα αποσβολωμένος, αρκετή ώρα ακίνητος, κοιτώντας τον με αισθήματα ανάμικτα, φόβου και θαυμασμού. Καθόταν όρθιος και ακίνητος και με κοιτούσε κι αυτός, σίγουρα με περιέργεια, ίσως και με λίγο φόβο, γιατί γι 'αυτόν ήμουν ο μεγάλος εχθρός, που θα μπορούσε να σηκώσει την επαναληπτική καραμπίνα και ...
Ήταν ένας μεγαλόσωμος λύκος, σίγουρα αρσενικός και αρκετά γερασμένος. Δεν θυμάμαι πόση ώρα τον κοιτούσα και με κοιτούσε. Ήξερα, τότε, τόσα λίγα πράγματα για τους λύκους και ειλικρινά δεν ήξερα εάν θα έπρεπε να φύγω τρέχοντας, ή να βάλω τις φωνές στους συνοδοιπόρους μου, που, σταθερά, προχωρούσαν και τους έβλεπα από μακρυά, να ξεμακραίνουν προς την κορυφή. Η ταραχή μου ήταν μεγάλη. Ο λύκος, εντελώς ακίνητος, με καρφωμένο το βλέμμα του επάνω μου, φαίνεται με περιεργαζόταν, προσπαθώντας να μαντέψει τις προθέσεις μου. "Σήμερα ο λύκος", σκέφτηκα, "κινδυνεύει περισσότερο από την Κοκκινοσκουφίτσα" και προσπάθησα να βγάλω από το σακίδιο, την φωτογραφική μου μηχανή. Δεν πρόλαβα όμως, γιατί το μεγάλο θηλαστικό, με σηκωμένη εντελώς την ουρά, (σημείο υπεροχής, που έδειχνε ότι δεν με φοβόταν !), πήρε στροφή, και χάθηκε στο δάσος με τις οξυές, με κατεύθυνση προς τον οικισμό Βαλάρι, των Βραγγιανών. Κάθησα αρκετή ώρα στο διάσελο, περιμένοντας μήπως κάπου ξαναφανεί. Μάταια όμως ... ' την ονειροπόλησή μου την διέκοψε μία αγριοφωνάρα, από μακρυά: Ε.Ο.Σ - Ε.Ο.Ο.Ο.Σ ! Ηταν ο αρχηγός της ομάδας, που μου φώναζε από πολύ μακρυά, γιατί νόμιζε πως είχα χαθεί ...
Φθάσαμε σούρουπο στον ιστορικό και πανέμορφο οροπέδιο της Νιάλας, στα 1.800 μ. υψόμετρο, όπου ένα βράδυ του Απρίλη του '47, στις πιο δύσκολες και τραγικές στιγμές που έζησε αυτός ο τόπος, σε μία ξαφνική χιονοθύελλα, αντάρτες και φαντάροι, κοιμήθηκαν στις ίδιες σκηνές, για να αποφύγουν το θάνατο απ'το κρύο. (Γεγονός πραγματικό, που περιγράφει στους 'ΆΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΥΣ", ο μεγάλος της λογοτεχνίας μας Δημήτρης Χατζής). Η φιλοξενία των τσομπάνηδων, των σπουδαίων αυτών ανθρώπων της ορεινής Ελλάδας, που κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες αγωνίζονται γιά το μεροκάματο, ήταν μοναδική. Ανάψαμε φωτιά για να ζεσταθούμε, το βράδυ, γιατί σ'αυτό το υψόμετρο το κρύο ήταν αισθητό. Τσίπουρο, ζυμωμένο με τα χέρια ψωμί χωριάτικο, βουνίσια φέτα, όλο γεύση και άρωμα, και διηγούμαι τη συνάντησή μου με το λύκο. Κανένας ορειβάτης δεν με πίστεψε εκείνο το βράδυ.
"Μπά, θάταν κανά τσομπανόσκυλο", "ε, και τι έγινε". Μόνο ο γερό Δημόπουλος, ένας γλυκύτατος τσομπάνος, πούχαν δει πολλά τα μάτια του, με πίστεψε. "Πρέπει νάναι ο μονόλυκος, που παρακολουθεί το κοπάδι μου", μου είπε. "Προχθές μ'φαγε, μία προβατίνα γαλάρα. Αμ τι να κάνει κι αυτός, πείναγε. Οι λύκοι είναι για να τρων τα πρόβατα: έτσι τους έφτιακε ο Θεός".
Τα λόγια του με συγκλόνισαν. Και ήταν τα λόγια τα βιοκεντρικά κάποιου, που μόλις είχε υποστεί ζημιά απ'το λύκο. Σπουδαία λόγια, απ'αυτά που έχω ακούσει λίγες φορές στη ζωή μου ... Η φύση διδάσκει τον άνθρωπο, έλεγε ο μεγάλος της Ορθοδοξίας Μέγας Βασίλειος ...
Πέρασαν αρκετά χρόνια απ' την πρώτη μου συνάντηση με λύκο. Συνέχιζα να ανεβαίνω στα βουνά, πλούτισα τις γνώσεις μου και τη βιβλιοθήκη μου, για τη φύση, τη χλωρίδα και την πανίδα της και έμαθα σιγά - σιγά, έτσι πιστεύω, να σέβομαι τη ζωή, την οποιαδήποτε μορφή ζωής, ανεξάρτητα εάν πατάει σε 2 ή σε 4 πόδια και εάν συμμετέχει στην πολιτική του ανθρώπινου είδους.
Πέρασαν αρκετά χρόνια και σιγά - σιγά, λίγο λίγο, η ορεινή Ελλάδα άρχισε να αλλάζει. Απογυμνωμένη πληθυσμιακά από τους τελευταίους αξιόλογους ανθρώπους της, που δραπετεύσαν θαρρείς μόλις ανοίχτηκαν οι πολυπόθητοι δρόμοι, με μία ορεινή κτηνοτροφία ουσιαστικά επιδοτούμενη απ'την ΕΟΚ, όπου κάποιοι άνθρωποι κοιτάζουν ουσιαστικά να τ'αρπάξουν σε σύντομο χρονικό διάστημα, και όπου εκεί που, άλλοτε, τα 100.000 πρόβατα δεν έκαναν ζημιά στην φύση και στο δάσος, τώρα τα 5.000 πρόβατα, έχουν υποβαθμίσει τους βοσκότοπους, των Αγράφων.
Αρχές της δεκαετίας του '80, στα καφενεία της Ρούμελης, η μπύρα νικάει στα σημεία το τσίπουρο κι η κόκα-κόλα, το κρασί, και τα άθλια ινδο-λαικά και τα disco, τα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια. Πολιτισμικά φαινόμενα, που έχουν απήχηση και στο χαρακτήρα, δυστυχώς των ανθρώπων, πολλών ορεινών περιοχών της Ελλάδας. Τέλος πάντων, όχι "δε βαριέσαι", αλλά τέλος πάντων ...
Περπάτησα από τότε πολλές φορές σε βιότοπο του λύκου, αλλά λύκο, ποτέ δεν είδα, δεν ξαναείδα. Η φιγούρα του γερόλυκου, που συνάντησα, (ή μήπως πρέπει να λέω "συναντηθήκαμε", στο διάσελο, των Αγράφων, έχει μείνει, βέβαια, βαθειά χαραγμένη μέσα μου ...
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, και με μία άλλη ομάδα πεζοπόρων και ανθρώπων, με οικολογικές ευαισθησίες, επιχειρήσαμε να ξαναδιασχίσουμε τα Άγραφα. Οχι τώρα για να ανέβουμε στις κορυφές τους, αλλά για να γνωρίσουμε τη φύση τους και να ανακαλύψουμε τον οικολογικό εαυτό μας. Βαθειά μέσα μου υπήρχε η λαχτάρα να ξανασυναντήσω το λύκο, που συνάντησα τότε ή έστω κάποιον άλλο. Γνώριζα τώρα, ότι θα ήταν ακόμα πιό δύσκολο, γιατί οι δρόμοι που ανοίχθηκαν παντού, έχουν φέρει τους εγκληματίες κυνηγούς ακόμα και στα πιό δυσπρόσιτα σημεία των υποτιθέμενων εθνικών μας δρυμών, γιατί οι θανατολάτρες γραφειοκράτες της Δ\νσης Θήρας του Υπουργείου Γεωργίας, το λύκο τον έχουν επικηρυξει σαν επιβλαβή, γιατί, γιατί ... Τόσα γιατί, που οδηγούν και σήμερα, τις ανησυχίες μου και τους προβληματισμούς μου, για την επιβίωση του ίδιου μας του πλανήτη και του είδους μας ...
Ήταν νωρίς το απόγευμα, του lούλη του '83, όταν η φυσιολατρική μας ομάδα προσέγγισε ένα όμορφο χωριό, της ορεινής Ευρυτανίας. Είμαστε κουρασμένοι, μετά από 8μιση ώρες πεζοπορία και το βάρος του γεμάτου σακιδίου, μας επέβαλε μία στάση στην πλατεία του χωριού, την οποία και προσεγγίσαμε σχεδόν τρέχοντας με σκοπό να βγάλουμε τα άρβυλά μας και να ξεκουραστούμε. Τα καφενεία της όμως ήταν άδεια και πολύς κόσμος ήταν μαζεμένος γύρω από τον πλάτανο του χωριού. Κατευθυνθήκαμε προς τα εκεί, κι αντικρύσαμε το πιό βάρβαρο θέαμα που έχω δεί στην ζωή μου. Πιστέψτε το.
Δεμένος με μιά χοντρή αλυσίδα στα πόδια, και με το αίμα να τρέχει απ'το σπασμένο, προφανώς από πυροβολισμό πόδι του, ένας λύκος σφάδαζε ουρλιάζοντας, από τις πέτρες που του πετούσε το χωριό. Και κυριολεκτικά, φίλοι αναγνώστες, τις πέτρες του τις πετούσε ολόκληρο το χωριό. Γέροι, νέοι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά.
-"Τι έκανε ρε πατριώτη", ρωτώ τον πρώτο τυχόντα.
-'Άμ, έφαγε μια προβατίνα", μου αποκρίθηκε.
-"Δεν πιστέβ' ν' τον λυπάσι;" 'Όχι, όχι," απάντησα, σχεδόν φοβισμένος, σ'αυτόν τον αγριάνθρωπο, που σημάδευε με πέτρες το κεφάλι του ζώου.
Ηταν μία φριχτή εμπειρία. "Ο ταλαίπωρος ο λύκος, πλήρωνε με τη ζωή του, το μίσος ολόκληρης της ανθρωπότητας", σκέφτηκα, "επειδή ήταν ελεύθερος". Πριν αλέκτωρ λαλήσει ... Όμως αισθάνθηκα πολύ μικρός για να επέμβω. Κάπου μου πέρασε η ιδέα κάτι να πω, όμως τα βλέμματα, τα γεμάτα μίσος και κακία αυτών των ανθρώπων, που αφού σταμάτησαν να πετάνε πέτρες, πήραν ραβδιά και κτυπούσαν τον λύκο όπου έβρισκαν και πολλών εκ των οποίων τα χέρια είχαν βαφτεί κόκκινα από το αίμα του ανυπεράσπιστου ζωου, λειτούργησαν ανασταλτικά. Πριν αλέκτωρ λαλήσει είχα προδώσει στο πρόσωπο του μάρτυρα των λύκων, όλους τους λύκους. Και αισθάνομαι τύψεις ακόμα και σήμερα, φίλες και φίλοι, που δεν μπόρεσα να κάνω, τότε, κάτι, για το συγκεκριμένο λύκο.
Πλησίασα πιο κοντά. Ο λύκος, (θα πρέπει να ήταν κι αυτός γέρικος), με το αίμα να αναβλύζει από παντού, έπνεε τα λοίσθια. Κάτι με έσπρωξε να τον κοιτάξω στα μάτια. Ανατρίχιασα με τη σκέψη, ότι θα μπορούσε να ήταν ο λύκος της Νιάλας, που τόσο φιλεύσπλαχνα τον συγχώρησε ο γεροοτσομπάνης. Λες; Αποκλείεται! Έχουν περάσει τόσα χρόνια. Ο λύκος της Νιάλας ήταν γέρικος, όπως κι αυτός, Μπά, θάχει πεθάνει. Οι λύκοι δεν ψοφάνε, πεθαίνουν όπως κι εμείς ...
Τον κοίταξα στα μάτια, την ώρα που πέθαινε. Γύρω το παρδαλό πλήθος παραληρούσε. Δεν υπάρχει οίκτος στην κοινωνία αυτή για τους λύκους. Τον κοίταξα στα μάτια. Στα μικρά μαύρα μάτια του, διέκρινα μια μικρή κόκκινη λάμψη, που ξεμάκραινε. Την ίδια μικρή κόκκινη λάμψη, που ξεμακραίνει στα μάτια ενός ετοιμοθάνατου ανθρώπου. Την ίδια μικρή κόκκινη λάμψη, που είμαι σίγουρος ότι ξεμάκρυνε κι απ' τα μάτια του ίδιου μου του πατέρα, όταν πέθανε, πάνε πολλά χρόνια, σε κάποιο νοσοκομείο ...
Συγκλονίστηκα. Ο λύκος πέθαινε όπως ο άνθρωπος ...
Δεν άντεξα και ξέσπασα σε λυγμούς (και οι άντρες, κλαίνε ... ) Μέσα μου δημιουργήθηκε ένα πελώριο γιατί. Το γιατί, που βρισκόταν ζωγραφισμένο στα μάτια, του λύκου που ξεψυχούσε. "Γιατί οι λύκοι, είναι φιαγμένοι απ'τον Θεό, παιδί μου, να τρώνε τα πρόβατα." Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Η κόκκινη λάμψη, πάει χάθηκε. Αργότερα, κάπου διάβασα, ότι οι Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής, πίστευαν, ότι ο λύκος είναι 10% κρέας και κόκκαλα και 90% ψυχή !
"Καλό ταξίδι, φίλε λύκε ... "
Η μοίρα τόφερε, και μάλιστα, φέτος, να ξαναδώ για τρίτη φορά, λύκο, και άκουσον, άκουσον, και πάλι βαδίζοντας στην περιοχή των Αγράφων. Ήταν στο trekking που διοργάνωσε η Φυσιολατρική ΑΝΤΙ-Κυνηγετική Πρωτοβουλία, τον lούνιο του 1992, και βάδιζα πρώτος. Περπατούσα στο χωματόδρομο, λίγο μετά τη διασταύρωση για το χωριό Μοναστηράκι, τον τόπο σύλληψης του ήρωα Κατσαντώνη, λίγο πριν φθάσουμε στην καινούρια γέφυρα του Κραβασαρά. Οι άλλοι ακολουθούσαν, φωτογραφίζοντας, λίγο πιό πίσω.
Και νάσου, σε ένα πλάτωμα, κάπου στα δεξιά του δρόμου, προς το ποτάμι, στον Αγραφιώτη, ένας νεαρός, έτσι τουλάχιστον νομίζω, λύκος, βάδιζε, χωρίς να με έχει αντιληφθεί, σχεδόν παράλληλα, άντε 50 μέτρα μακρυά μου. Κοντοστάθηκα κι αυτή τη φορά τον φωτογράφισα.
''Έιιιιι' Γιώργο", φώναξα στο φίλο από την Πάτρα Γιώργο Τζουρά, που βάδιζε ακριβώς πίσω μου, λίγα μέτρα μακρύτερα.
"Τρέξε να δείς ! Λύκος!" Φαίνεται όμως ότι ο λύκος με άκουσε και με μιά απότομη κίνηση, φανερά ενοχλημένος, χώθηκε στις φτέρες της ακροποταμιάς.
Φίλες και φίλοι χάρηκα, όσο τίποτα άλλο στη ζωή μου, γι'αυτήν την νέα συνάντηση. Τώρα ήξερα ότι παρά τους διωγμούς, τις ποδοπαγίδες, τις υπουργικές αποφάσεις και τις ανθρωποκεντρικές συκοφαντίες, ο λύκος ήταν εκεί, και δεν είχε εξαφανισθεί από τα Αγραφα. Για πόσον καιρό όμως ακόμη;
Αυτό το για πόσο, που οδηγεί και σήμερα, τα βήματά μου, στο δύσκολο αγώνα, για μια οικολογική ηθική, απέναντι στη φύση και στη ζωή. Γιατί;
-Μα φίλε λύκε, αόρατε σύντροφε, των δασών και των βουνών μας, θέλω να επιβιώσεις για να διηγηθείς κάποτε στα παιδιά μας, το πόσο σε κυνήγησαν το πόσο σε συκοφάντησαν.
-Μα, φίλε λύκε, θα ήθελα να διηγηθείς, σε όλες αυτές τις γενιές ορειβατών και πεζοπόρων, που το μόνο που τους νοιάζει είναι η κορυφή, ότι μαζί με το χαμό του τελευταίου λύκου, θα χαθεί η ίδια η ελευθερία.
Γιατί, οι λύκοι είναι για να τρων τα πρόβατα. Έτσι τους έφιακε ο Θεός ... Τίποτα περισσότερο ...
αφήγηση: Κώστας Στ. Τσίπηρας Αύγουστος 1992
από το βιβλίο του "Στα Ελληνικά Βουνά" Β μέρος (εκδόσεις Λιβάνη).
Ήταν αρχές του Ιούνη του 1976, όταν με μία ομάδα φίλων του Ορειβατικού Αθηνών, στον οποίο ανήκα τότε, βαδίζαμε από το πανέμορφο χωριό Άγραφα της Ευρυτανίας, ακολουθώντας το παλιό και εξαιρετικής αισθητικής μονοπάτι που ανεβαίνει από τον οικισμό προς το φημισμένο οροπέδιο της Νιάλας.
Είχε προηγηθεί όλη αυτή η περιπέτεια, που έζησε γιά δεκαετίες ολόκληρες ο λαός της περιοχής των Αγράφων: Καρπενήσι και στη συνέχεια το ηρωικό και παμπάλαιο λεωφορείο, (της κακιάς ώρας !), του καλοκάγαθου και πάντοτε χαμογελαστού Τσιγαρίδα, όπου στοιβαγμένοι άνθρωποι, αποσκευές και ζώα στον ίδιο χώρο, προσέγγιζαν, μετά τα χωριά Κεράσοβο και Κρέντη, την ονομαστή τοποθεσία Βαρβαριάδα, στις όχθες του Αγραφιώτη ποταμού και στη συνέχεια με τα μ'λάρια, τα χωριά τους: Μοναστηράκι, Άγραφα, Επινιανά, Τρίδεντρο, Τροβάτο και Μεγάλα Βραγγιανά.
Περιπέτεια, που δεν μπορεί, σήμερα, κάποιος να ξαναζήσει γιατί απλούστατα οι δρόμοι "σκαπετήσανε" παντού, η ασυνειδησία (οι εκπτώσεις βλέπετε !) των εργολάβων γέμισε με μπάζα τις όχθες του Αγραφιώτη, τα τσιμεντένια γιοφύρια χαλάσανε την αισθητική του τοπίου και το ταλαίπωρο λεωφορειάκι του Τσιγαρίδα, σαπίζει δίπλα στο δρόμο, προς το καφενεδάκι του μπαρμπα- Λάμπρου Κοντογούνη στη Βαρβαριάδα, παραδοτέο και όχι διατηρητέο μνημείο, θαρρείς, γιατί ο Τσιγαρίδας, που σήμερα εξακολουθεί να εργάζεται με ένα σύγχρονο λεωφορείο στην ίδια γραμμή, "θέλει", (τι ευαισθησία !), "να το βλέπει, γιατί τ'αγαπάει", όπως μου είπε πρόσφατα ! ...
Ηταν αρχές του Ιούνη του 1976 και μετά από 4 περίπου ώρες, ανηφορικής πορείας, σε ένα από τα ωραιότερα μονοπάτια, σίγουρα, των ελληνικών βουνών (αλήθεια τι μεγάλοι τεχνίτες υπήρξαν αυτοί οι απλοί και ανώνυμοι άνθρωποι που χάραξαν και συντήρησαν τέτοια μονοπάτια -αριστουργήματα, σεβασμού του ανάγλυφου της γής και της φύσης), η ομάδα μας πλησίαζε στο διάσελο της Φουρκούλας, κοντά στην απότομη ράχη της Τούρλας, που οδηγεί προς τον Καταραχιά, το φημισμένο βουνό της Ρούμελης και στη συνέχεια προς την Νιάλα.
Πήγαινα τελευταίος, τότε δεν ήξερα καλά και τα μονοπάτια. Θες οι φωτογραφίες που συνεχώς τραβούσα, θες ο θαυμασμός για τη μεγάλη μάνα φύση, μ' είχαν κάπως ξεκόψει απ'την ομάδα, που βάδιζε έτσι κι αλλιώς γρήγορα, με στόχο την κορυφή, έτσι όπως ακριβώς κάνουν οι περισσότεροι ορειβατικοί σύλλογοι της χώρας μας, που αδιαφορούν εντελώς γιά την φύση και το μόνο που τους νοιάζει είναι να πατήσουν την κορυφή. Την οποιαδήποτε κορυφή...
Και ξάφνου, να, λίγο πιό κάτω απ'το διάσελο, δεν θα ήταν σε περισσότερο από 100, ειλικρινά, μέτρα, είδα τη φιγούρα, ενός μεγάλου, γκρίζου με τα χρώματα του καλοκαιριού, λύκου. Στάθηκα αποσβολωμένος, αρκετή ώρα ακίνητος, κοιτώντας τον με αισθήματα ανάμικτα, φόβου και θαυμασμού. Καθόταν όρθιος και ακίνητος και με κοιτούσε κι αυτός, σίγουρα με περιέργεια, ίσως και με λίγο φόβο, γιατί γι 'αυτόν ήμουν ο μεγάλος εχθρός, που θα μπορούσε να σηκώσει την επαναληπτική καραμπίνα και ...
Ήταν ένας μεγαλόσωμος λύκος, σίγουρα αρσενικός και αρκετά γερασμένος. Δεν θυμάμαι πόση ώρα τον κοιτούσα και με κοιτούσε. Ήξερα, τότε, τόσα λίγα πράγματα για τους λύκους και ειλικρινά δεν ήξερα εάν θα έπρεπε να φύγω τρέχοντας, ή να βάλω τις φωνές στους συνοδοιπόρους μου, που, σταθερά, προχωρούσαν και τους έβλεπα από μακρυά, να ξεμακραίνουν προς την κορυφή. Η ταραχή μου ήταν μεγάλη. Ο λύκος, εντελώς ακίνητος, με καρφωμένο το βλέμμα του επάνω μου, φαίνεται με περιεργαζόταν, προσπαθώντας να μαντέψει τις προθέσεις μου. "Σήμερα ο λύκος", σκέφτηκα, "κινδυνεύει περισσότερο από την Κοκκινοσκουφίτσα" και προσπάθησα να βγάλω από το σακίδιο, την φωτογραφική μου μηχανή. Δεν πρόλαβα όμως, γιατί το μεγάλο θηλαστικό, με σηκωμένη εντελώς την ουρά, (σημείο υπεροχής, που έδειχνε ότι δεν με φοβόταν !), πήρε στροφή, και χάθηκε στο δάσος με τις οξυές, με κατεύθυνση προς τον οικισμό Βαλάρι, των Βραγγιανών. Κάθησα αρκετή ώρα στο διάσελο, περιμένοντας μήπως κάπου ξαναφανεί. Μάταια όμως ... ' την ονειροπόλησή μου την διέκοψε μία αγριοφωνάρα, από μακρυά: Ε.Ο.Σ - Ε.Ο.Ο.Ο.Σ ! Ηταν ο αρχηγός της ομάδας, που μου φώναζε από πολύ μακρυά, γιατί νόμιζε πως είχα χαθεί ...
Φθάσαμε σούρουπο στον ιστορικό και πανέμορφο οροπέδιο της Νιάλας, στα 1.800 μ. υψόμετρο, όπου ένα βράδυ του Απρίλη του '47, στις πιο δύσκολες και τραγικές στιγμές που έζησε αυτός ο τόπος, σε μία ξαφνική χιονοθύελλα, αντάρτες και φαντάροι, κοιμήθηκαν στις ίδιες σκηνές, για να αποφύγουν το θάνατο απ'το κρύο. (Γεγονός πραγματικό, που περιγράφει στους 'ΆΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΥΣ", ο μεγάλος της λογοτεχνίας μας Δημήτρης Χατζής). Η φιλοξενία των τσομπάνηδων, των σπουδαίων αυτών ανθρώπων της ορεινής Ελλάδας, που κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες αγωνίζονται γιά το μεροκάματο, ήταν μοναδική. Ανάψαμε φωτιά για να ζεσταθούμε, το βράδυ, γιατί σ'αυτό το υψόμετρο το κρύο ήταν αισθητό. Τσίπουρο, ζυμωμένο με τα χέρια ψωμί χωριάτικο, βουνίσια φέτα, όλο γεύση και άρωμα, και διηγούμαι τη συνάντησή μου με το λύκο. Κανένας ορειβάτης δεν με πίστεψε εκείνο το βράδυ.
"Μπά, θάταν κανά τσομπανόσκυλο", "ε, και τι έγινε". Μόνο ο γερό Δημόπουλος, ένας γλυκύτατος τσομπάνος, πούχαν δει πολλά τα μάτια του, με πίστεψε. "Πρέπει νάναι ο μονόλυκος, που παρακολουθεί το κοπάδι μου", μου είπε. "Προχθές μ'φαγε, μία προβατίνα γαλάρα. Αμ τι να κάνει κι αυτός, πείναγε. Οι λύκοι είναι για να τρων τα πρόβατα: έτσι τους έφτιακε ο Θεός".
Τα λόγια του με συγκλόνισαν. Και ήταν τα λόγια τα βιοκεντρικά κάποιου, που μόλις είχε υποστεί ζημιά απ'το λύκο. Σπουδαία λόγια, απ'αυτά που έχω ακούσει λίγες φορές στη ζωή μου ... Η φύση διδάσκει τον άνθρωπο, έλεγε ο μεγάλος της Ορθοδοξίας Μέγας Βασίλειος ...
Πέρασαν αρκετά χρόνια απ' την πρώτη μου συνάντηση με λύκο. Συνέχιζα να ανεβαίνω στα βουνά, πλούτισα τις γνώσεις μου και τη βιβλιοθήκη μου, για τη φύση, τη χλωρίδα και την πανίδα της και έμαθα σιγά - σιγά, έτσι πιστεύω, να σέβομαι τη ζωή, την οποιαδήποτε μορφή ζωής, ανεξάρτητα εάν πατάει σε 2 ή σε 4 πόδια και εάν συμμετέχει στην πολιτική του ανθρώπινου είδους.
Πέρασαν αρκετά χρόνια και σιγά - σιγά, λίγο λίγο, η ορεινή Ελλάδα άρχισε να αλλάζει. Απογυμνωμένη πληθυσμιακά από τους τελευταίους αξιόλογους ανθρώπους της, που δραπετεύσαν θαρρείς μόλις ανοίχτηκαν οι πολυπόθητοι δρόμοι, με μία ορεινή κτηνοτροφία ουσιαστικά επιδοτούμενη απ'την ΕΟΚ, όπου κάποιοι άνθρωποι κοιτάζουν ουσιαστικά να τ'αρπάξουν σε σύντομο χρονικό διάστημα, και όπου εκεί που, άλλοτε, τα 100.000 πρόβατα δεν έκαναν ζημιά στην φύση και στο δάσος, τώρα τα 5.000 πρόβατα, έχουν υποβαθμίσει τους βοσκότοπους, των Αγράφων.
Αρχές της δεκαετίας του '80, στα καφενεία της Ρούμελης, η μπύρα νικάει στα σημεία το τσίπουρο κι η κόκα-κόλα, το κρασί, και τα άθλια ινδο-λαικά και τα disco, τα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια. Πολιτισμικά φαινόμενα, που έχουν απήχηση και στο χαρακτήρα, δυστυχώς των ανθρώπων, πολλών ορεινών περιοχών της Ελλάδας. Τέλος πάντων, όχι "δε βαριέσαι", αλλά τέλος πάντων ...
Περπάτησα από τότε πολλές φορές σε βιότοπο του λύκου, αλλά λύκο, ποτέ δεν είδα, δεν ξαναείδα. Η φιγούρα του γερόλυκου, που συνάντησα, (ή μήπως πρέπει να λέω "συναντηθήκαμε", στο διάσελο, των Αγράφων, έχει μείνει, βέβαια, βαθειά χαραγμένη μέσα μου ...
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, και με μία άλλη ομάδα πεζοπόρων και ανθρώπων, με οικολογικές ευαισθησίες, επιχειρήσαμε να ξαναδιασχίσουμε τα Άγραφα. Οχι τώρα για να ανέβουμε στις κορυφές τους, αλλά για να γνωρίσουμε τη φύση τους και να ανακαλύψουμε τον οικολογικό εαυτό μας. Βαθειά μέσα μου υπήρχε η λαχτάρα να ξανασυναντήσω το λύκο, που συνάντησα τότε ή έστω κάποιον άλλο. Γνώριζα τώρα, ότι θα ήταν ακόμα πιό δύσκολο, γιατί οι δρόμοι που ανοίχθηκαν παντού, έχουν φέρει τους εγκληματίες κυνηγούς ακόμα και στα πιό δυσπρόσιτα σημεία των υποτιθέμενων εθνικών μας δρυμών, γιατί οι θανατολάτρες γραφειοκράτες της Δ\νσης Θήρας του Υπουργείου Γεωργίας, το λύκο τον έχουν επικηρυξει σαν επιβλαβή, γιατί, γιατί ... Τόσα γιατί, που οδηγούν και σήμερα, τις ανησυχίες μου και τους προβληματισμούς μου, για την επιβίωση του ίδιου μας του πλανήτη και του είδους μας ...
Ήταν νωρίς το απόγευμα, του lούλη του '83, όταν η φυσιολατρική μας ομάδα προσέγγισε ένα όμορφο χωριό, της ορεινής Ευρυτανίας. Είμαστε κουρασμένοι, μετά από 8μιση ώρες πεζοπορία και το βάρος του γεμάτου σακιδίου, μας επέβαλε μία στάση στην πλατεία του χωριού, την οποία και προσεγγίσαμε σχεδόν τρέχοντας με σκοπό να βγάλουμε τα άρβυλά μας και να ξεκουραστούμε. Τα καφενεία της όμως ήταν άδεια και πολύς κόσμος ήταν μαζεμένος γύρω από τον πλάτανο του χωριού. Κατευθυνθήκαμε προς τα εκεί, κι αντικρύσαμε το πιό βάρβαρο θέαμα που έχω δεί στην ζωή μου. Πιστέψτε το.
Δεμένος με μιά χοντρή αλυσίδα στα πόδια, και με το αίμα να τρέχει απ'το σπασμένο, προφανώς από πυροβολισμό πόδι του, ένας λύκος σφάδαζε ουρλιάζοντας, από τις πέτρες που του πετούσε το χωριό. Και κυριολεκτικά, φίλοι αναγνώστες, τις πέτρες του τις πετούσε ολόκληρο το χωριό. Γέροι, νέοι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά.
-"Τι έκανε ρε πατριώτη", ρωτώ τον πρώτο τυχόντα.
-'Άμ, έφαγε μια προβατίνα", μου αποκρίθηκε.
-"Δεν πιστέβ' ν' τον λυπάσι;" 'Όχι, όχι," απάντησα, σχεδόν φοβισμένος, σ'αυτόν τον αγριάνθρωπο, που σημάδευε με πέτρες το κεφάλι του ζώου.
Ηταν μία φριχτή εμπειρία. "Ο ταλαίπωρος ο λύκος, πλήρωνε με τη ζωή του, το μίσος ολόκληρης της ανθρωπότητας", σκέφτηκα, "επειδή ήταν ελεύθερος". Πριν αλέκτωρ λαλήσει ... Όμως αισθάνθηκα πολύ μικρός για να επέμβω. Κάπου μου πέρασε η ιδέα κάτι να πω, όμως τα βλέμματα, τα γεμάτα μίσος και κακία αυτών των ανθρώπων, που αφού σταμάτησαν να πετάνε πέτρες, πήραν ραβδιά και κτυπούσαν τον λύκο όπου έβρισκαν και πολλών εκ των οποίων τα χέρια είχαν βαφτεί κόκκινα από το αίμα του ανυπεράσπιστου ζωου, λειτούργησαν ανασταλτικά. Πριν αλέκτωρ λαλήσει είχα προδώσει στο πρόσωπο του μάρτυρα των λύκων, όλους τους λύκους. Και αισθάνομαι τύψεις ακόμα και σήμερα, φίλες και φίλοι, που δεν μπόρεσα να κάνω, τότε, κάτι, για το συγκεκριμένο λύκο.
Πλησίασα πιο κοντά. Ο λύκος, (θα πρέπει να ήταν κι αυτός γέρικος), με το αίμα να αναβλύζει από παντού, έπνεε τα λοίσθια. Κάτι με έσπρωξε να τον κοιτάξω στα μάτια. Ανατρίχιασα με τη σκέψη, ότι θα μπορούσε να ήταν ο λύκος της Νιάλας, που τόσο φιλεύσπλαχνα τον συγχώρησε ο γεροοτσομπάνης. Λες; Αποκλείεται! Έχουν περάσει τόσα χρόνια. Ο λύκος της Νιάλας ήταν γέρικος, όπως κι αυτός, Μπά, θάχει πεθάνει. Οι λύκοι δεν ψοφάνε, πεθαίνουν όπως κι εμείς ...
Τον κοίταξα στα μάτια, την ώρα που πέθαινε. Γύρω το παρδαλό πλήθος παραληρούσε. Δεν υπάρχει οίκτος στην κοινωνία αυτή για τους λύκους. Τον κοίταξα στα μάτια. Στα μικρά μαύρα μάτια του, διέκρινα μια μικρή κόκκινη λάμψη, που ξεμάκραινε. Την ίδια μικρή κόκκινη λάμψη, που ξεμακραίνει στα μάτια ενός ετοιμοθάνατου ανθρώπου. Την ίδια μικρή κόκκινη λάμψη, που είμαι σίγουρος ότι ξεμάκρυνε κι απ' τα μάτια του ίδιου μου του πατέρα, όταν πέθανε, πάνε πολλά χρόνια, σε κάποιο νοσοκομείο ...
Συγκλονίστηκα. Ο λύκος πέθαινε όπως ο άνθρωπος ...
Δεν άντεξα και ξέσπασα σε λυγμούς (και οι άντρες, κλαίνε ... ) Μέσα μου δημιουργήθηκε ένα πελώριο γιατί. Το γιατί, που βρισκόταν ζωγραφισμένο στα μάτια, του λύκου που ξεψυχούσε. "Γιατί οι λύκοι, είναι φιαγμένοι απ'τον Θεό, παιδί μου, να τρώνε τα πρόβατα." Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Η κόκκινη λάμψη, πάει χάθηκε. Αργότερα, κάπου διάβασα, ότι οι Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής, πίστευαν, ότι ο λύκος είναι 10% κρέας και κόκκαλα και 90% ψυχή !
"Καλό ταξίδι, φίλε λύκε ... "
Η μοίρα τόφερε, και μάλιστα, φέτος, να ξαναδώ για τρίτη φορά, λύκο, και άκουσον, άκουσον, και πάλι βαδίζοντας στην περιοχή των Αγράφων. Ήταν στο trekking που διοργάνωσε η Φυσιολατρική ΑΝΤΙ-Κυνηγετική Πρωτοβουλία, τον lούνιο του 1992, και βάδιζα πρώτος. Περπατούσα στο χωματόδρομο, λίγο μετά τη διασταύρωση για το χωριό Μοναστηράκι, τον τόπο σύλληψης του ήρωα Κατσαντώνη, λίγο πριν φθάσουμε στην καινούρια γέφυρα του Κραβασαρά. Οι άλλοι ακολουθούσαν, φωτογραφίζοντας, λίγο πιό πίσω.
Και νάσου, σε ένα πλάτωμα, κάπου στα δεξιά του δρόμου, προς το ποτάμι, στον Αγραφιώτη, ένας νεαρός, έτσι τουλάχιστον νομίζω, λύκος, βάδιζε, χωρίς να με έχει αντιληφθεί, σχεδόν παράλληλα, άντε 50 μέτρα μακρυά μου. Κοντοστάθηκα κι αυτή τη φορά τον φωτογράφισα.
''Έιιιιι' Γιώργο", φώναξα στο φίλο από την Πάτρα Γιώργο Τζουρά, που βάδιζε ακριβώς πίσω μου, λίγα μέτρα μακρύτερα.
"Τρέξε να δείς ! Λύκος!" Φαίνεται όμως ότι ο λύκος με άκουσε και με μιά απότομη κίνηση, φανερά ενοχλημένος, χώθηκε στις φτέρες της ακροποταμιάς.
Φίλες και φίλοι χάρηκα, όσο τίποτα άλλο στη ζωή μου, γι'αυτήν την νέα συνάντηση. Τώρα ήξερα ότι παρά τους διωγμούς, τις ποδοπαγίδες, τις υπουργικές αποφάσεις και τις ανθρωποκεντρικές συκοφαντίες, ο λύκος ήταν εκεί, και δεν είχε εξαφανισθεί από τα Αγραφα. Για πόσον καιρό όμως ακόμη;
Αυτό το για πόσο, που οδηγεί και σήμερα, τα βήματά μου, στο δύσκολο αγώνα, για μια οικολογική ηθική, απέναντι στη φύση και στη ζωή. Γιατί;
-Μα φίλε λύκε, αόρατε σύντροφε, των δασών και των βουνών μας, θέλω να επιβιώσεις για να διηγηθείς κάποτε στα παιδιά μας, το πόσο σε κυνήγησαν το πόσο σε συκοφάντησαν.
-Μα, φίλε λύκε, θα ήθελα να διηγηθείς, σε όλες αυτές τις γενιές ορειβατών και πεζοπόρων, που το μόνο που τους νοιάζει είναι η κορυφή, ότι μαζί με το χαμό του τελευταίου λύκου, θα χαθεί η ίδια η ελευθερία.
Γιατί, οι λύκοι είναι για να τρων τα πρόβατα. Έτσι τους έφιακε ο Θεός ... Τίποτα περισσότερο ...
αφήγηση: Κώστας Στ. Τσίπηρας Αύγουστος 1992
από το βιβλίο του "Στα Ελληνικά Βουνά" Β μέρος (εκδόσεις Λιβάνη).