Σκοπευτήριο Καισαριανής - Ένας σύγχρονος τόπος θυσίας

Μέχρι το 1922 στον χώρο του Σκοπευτηρίου γίνονταν μόνο βολές του Ελληνικού πυροβολικού.
Με τον ερχομό των προσφύγων στην Αθήνα, προκλήθηκε τεράστιο θέμα εγκατάστασής τους σε διάφορες περιοχές της Αττικής. Μια τέτοια περιοχή ήταν και η Καλλιθέα, στην οποία υπήρχε τότε το Σκοπευτήριο. Προκειμένου να εγκατασταθούν οι πρόσφυγες απαλλοτριώθηκε από το κράτος η περιοχή του Σκοπευτηρίου της Καλλιθέας και στη συνέχεια προχώρησαν οι ενέργειες εξεύρεσης νέου χώρου για σκοπευτήριο. Ο νέος τόπος που επιλέχθηκε ήταν η Καισαριανή. 

Το 1930 ο Ελευθέριος Βενιζέλος μεταβιβάζει μια έκταση εμβαδού 710 στρεμμάτων της Καισαριανής στην Πανελλήνια Σκοπευτική Εταιρεία (Π.Σ.Ε.) ως πεδίο βολής, με την προϋπόθεση ότι το χώρο θα χρησιμοποιούν και οι ένοπλες δυνάμεις.

Τον χώρο αυτό επέλεξαν οι Γερμανοί ως τόπο εκτέλεσης αγωνιστών. 
Η πρώτη εκτέλεση γίνεται την Τρίτη 26/5/1942. Εκτελούνται τα αδέλφια Άγγελος και Μαρίνος Μπάρκας, 24 και 19 ετών αντίστοιχα. Οι εκτελέσεις στο Σκοπευτήριο ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Το 1942 εκτελέστηκαν 13 πατριώτες, το 1943 άλλοι 147 και το 1944 , εκτελέστηκαν 440 πατριώτες. Εκτός απ’ αυτούς εκτελέστηκαν και 25 αντιφασίστες στρατιώτες του κατακτητή (20 Ιταλοί και 5 Γερμανοί). Η κορυφαία και πιο τραγική στιγμή στην ιστορία του Σκοπευτηρίου ήταν η μαζική εκτέλεση 200 πατριωτών - κομμουνιστών την πρωτομαγιά του 1944. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών ήταν έγκλειστοι της Ακροναυπλίας, που η μεταξική δικτατορία είχε παραδώσει στα κατοχικά στρατεύματα, χωρίς να τους δώσει την ευκαιρία να υπερασπιστούν τη πατρίδα τους.

Στις 21/9/1944, παρουσία του Στέφανου Σαράφη στην επέτειο για τα τρίχρονα από την ίδρυση του ΕΑΜ, ο 6ος τομέας του ΕΑΜ αποφασίζει να μετονομάσει το Σκοπευτήριο σε «ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ». Μετά τα Δεκεμβριανά οι επιγραφές σβήστηκαν και το «Θυσιαστήριο» ξανάγινε πεδίο βολής των αγγλικών πια στρατευμάτων.
Ο πόλεμος τελείωσε, ο χώρος όμως δεν έτυχε του ανάλογου σεβασμού για την ιερότητα του. Η Σκοπευτική Εταιρία συνέχιζε να παραμένει στο χώρο και να βεβηλώνει τη Mνήμη…
 
Το 1983 ο Δήμος Καισαριανής με επικεφαλής το Δήμαρχο Παναγιώτη Μακρή πραγματοποιεί κατάληψη 17 ημερών της εισόδου του Σκοπευτηρίου με αίτημα την απομάκρυνση της Σκοπευτικής.
Το 1984, γίνεται το πρώτο βήμα, ο χώρος των 110 στρεμμάτων κηρύσσεται από το υπουργείο Πολιτισμού ιστορικός μνημειακός, ο χαρακτηρισμός αυτός κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς απαγορεύεται κάθε παρέμβαση πλέον στο χώρο που αντιστρατεύεται το χαρακτήρα αυτό.
Με το νόμο 4415/2016 άρθρο 44,παραχωρήθηκε από το ελληνικό δημόσιο στο Δήμο Καισαριανής η αποκλειστική χρήση και εκμετάλλευση για σαράντα χρόνια της έκτασης του ιστορικού χώρου του Σκοπευτηρίου. Ακόμα όμως εκκρεμούν δίκες με την Σκοπευτική.

ΟΙ 200
Από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου οι 200 πατριώτες κομμουνιστές, με επικεφαλής τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, μεταφέρθηκαν και εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο, σε αντίποινα για την εκτέλεση Γερμανών αξιωματικών στους Μολάους της Λακωνίας. 

Στην πορεία προς το Σκοπευτήριο, οι αγωνιστές έριχναν σημειώματα για τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τα οποία περισυνέλεγαν οι Καισαριανιώτες. 
Οι μαρτυρίες συγκλονιστικές:
 «Οι γυναίκες γιόμισαν τα πανέρια με λουλούδια και σαν να ‘τανε λιτανεία κατέβηκαν να ράνουν το αίμα που άχνιζε. Στις γωνιές και στα περβάζια έκαιγαν λιβάνι. Βουτούσαν το μπαμπάκι στο αίμα. Και ευλαβικά το φέρνανε στα εικονίσματα…», περιγραφή της Ξανθίππης Βακαρέλλη (Πιπίτσα Καλαντζή).
Οι μελλοθάνατοι αγωνιστές μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα ήταν όρθιοι, γενναίοι, με κυρίαρχο το αίσθημα της αυτοθυσίας, που ενσάρκωνε μέσα της το ανώτατο ιδανικό του ανθρώπου. Οι αγωνιστές πέθαναν τραγουδώντας τον Εθνικό Yμνο και ζητωκραυγάζοντας για το Ε.Α.Μ.
 
Σύμφωνα με την απολογία του Χέλμουτ Φέλμυ στη Δίκη της Νυρεμβέργης, ο συνταγματάρχης Παπαδόγγονας λόγω προσωπικής συμπάθειας στον υποστράτηγο Φραντς Κρεχ, διέταξε χωρίς ανωτέρα εντολή είτε από τη Γερμανική διοίκηση είτε από το Υπουργείο Εσωτερικών, τη θανάτωση 100 αντιστασιακών ή ύποπτων για αντιστασιακή δράση. Παράλληλα οι Γερμανοί σκότωσαν άλλους 25 στην Αθήνα. Συνολικά εκτελέστηκαν ως αντίποινα τουλάχιστον 325, ενώ υπήρξαν και άλλοι νεκροί στον δρόμο της επιστροφής της 117 Μεραρχίας από τους Μολάους στη Σπάρτη. Ο Χέλμουτ Φέλμυ δικαιολόγησε τον αριθμό των εκτελεσμένων λόγω της ιδιότητας του Κρεχ (ένας από τους Γερμανούς που σκοτώθηκαν στους Μολάους) ως διοικητή Μεραρχίας.

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
«1 Μαΐου: 200 παλικάρια έδωσαν τη ζωή τους, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα στην Καισαριανή. Ήταν τα θύματα της 4 Αυγούστου, οι Ακροναυπλιώτες.
Τούς έφεραν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Τους χώρισαν σε εικοσάδες. Μία πίσω από την άλλη. Τα αυτοκίνητα περίμεναν πλάι να πάρουν τα πτώματά τους. Οι πρώτοι πήρανε τις θέσεις τους. Ο διερμηνέας, ο θρυλικός Ναπολέων Σουκατζίδης, που από την 4 Αυγούστου βρίσκεται μαζί τους διατάχθηκε.
Ρώτησέ τους αν έχουν τίποτε να πούνε:
Είχαν:
«Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω η λευτεριά!»
Τίποτα άλλο;
Όχι. Τίποτα άλλο.
Το σύνθημα δόθηκε. Είκοσι παλικάρια θερίζονται μεμιάς…
 
«Η δεύτερη εικοσάδα να προχωρήσει», μεταφράζει ο διερμηνέας. Και γυρίζοντας δακρυσμένος προς το μέρος τους τούς λέει γλυκά, μαλακά, σα για να τους χαϊδέψει για τελευταία φορά: «Εσείς φίλοι είναι η διαταγή να φορτώσετε τα πτώματα σε τούτο το αυτοκίνητο»…
Σιμώνουν στα πεσμένα κορμιά, που σπαρταρούνε ζωντανά ακόμα τα περισσότερα. Γονατίζουν. Στοργικά παίρνουν το κεφάλι τους στα δυο τους χέρια, το προσκυνούν, το χαϊδεύουν μ’ όλη την προσοχή και την προφύλαξη, τους μεταφέρουνε σαν αρρώστους στο τελευταίο τους κρεβάτι, σ’ ένα βρώμικο αυτοκίνητο που μυρίζει σαρδέλες. Τους αποθέτουν σιγά-σιγά, τους κοιτάζουν μιαν ύστερη φορά και κατεβαίνουν ήρεμοι με σίγουρο βήμα, ψηλά τα κεφάλια, παίρνουνε τη θέση τους μπροστά στα πολυβόλα και φωνάζουν: «Κάτω ο τύραννος! Ζήτω το έθνος!»
 
Έρχεται η σειρά της τελευταίας εικοσάδας και μαζί και η σειρά του διερμηνέα, του Ναπολέοντα… Τρία χρόνια εξυπηρέτησε τους συγκρατουμένους του σ’ ό, τι είχαν ανάγκη, από τη συνεννόηση με τον κατακτητή, ίσαμε την κρυφή επαφή με τους δικούς τους. Και τώρα τους ακολουθεί και στο θάνατο.
Την τελευταία στιγμή ξύπνησε σε κάποιον από τους δολοφόνους μια σταλιά παράξενη ανθρωπιά. Θέλησε να βάλει άλλον στη θέση του για να τον σώσει. Μα αυτός, μεγάλος, όπως πάντα, γυρίζει και του λέει: «Η θέση αυτή είναι δική μου. Από σας δεν δέχομαι μήτε χάρη, μήτε συμπόνοια. Είμαι Έλληνας». Ένας από τους γερμανούς συγκινήθηκε φαίνεται και του δίνει το χέρι. Αυτός τον βλέπει περιφρονητικά, σκληρά, σας εχθρό και του λέει: «Ύστερα από τους συντρόφους μου δεν έχω το δικαίωμα ν’ αγγίζω εγώ χέρι δημίου».
 
Οι αστυφύλακες που στέκονται πλάι, σκουπίζουν τα μάτια τους. Οι τσολιάδες φορτώσανε την τελευταία εικοσάδα και πήραν τα πτώματα των τελευταίων Ακροναυπλιωτών για το νεκροταφείο. Μα οι Ακροναυπλιώτες μείνανε στην ψυχή του λαού για να φωτίσουν το δρόμο του για τη Λευτεριά και τη Λαοκρατία…»

Η εχτέλεση (από τον Ριζοσπάστη)
Απ' το κατώφλι κι ύστερα, τους τρέχανε μες στα μαύρα καμιόνια οι Γερμανοί, κι εκείνοι τραγούδαγαν. Μπρουμουτισμένοι, στοιβαγμένοι, σα να 'ταν κιόλας ψόφιο πράμα, κι ωστόσο τραγούδαγαν. Ο έξω κόσμος ωσάν αστραπή το 'μαθε. «Κουβαλούν μελλοθάνατους από το Χαϊδάρι στο Θυσιαστήριο!» Απ' το Παγκράτι που 'φτασαν, το 'μαθε κι η Καισαριανή και οι γειτονικοί συνοικισμοί της. Το 'μαθαν οι γυναίκες που 'χαν στο Χαϊδάρι άντρες, τρέχαν να δουν μην είνε ανάμεσα. Το 'μαθαν τα παιδάκια που 'χαν στο Χαϊδάρι πατεράδες, τρέχουν να δουν μην τους αναγνωρίσουνε. Το 'μαθαν και oι Ελασίτες και ετοιμαστήκανε μήπως μπορέσουν τους ελευτερώσουν. Μα είδαν λεφούσι Γερμανούς κι αυτόματα, και δεν μπόρεσαν τίποτα. Από τη λεωφόρο Παγκρατιού μέχρι τη λεωφόρο του Θυσιαστήριου έτρεξε κόσμος κι έπηξαν οι δρόμοι. Οι μελλοθάνατοι συνέχεια τραγούδαγαν «40 παλικάρια» «έχε γεια, καημένε κόσμε» και τον εθνικό ύμνο μας. Στο πέρασμά τους πέταξαν ένα δαχτυλίδι με τ' όνομα, ξέσκισε μια γυναίκα λουρίδα απ' το ρούχο της και την πέταξε, και πολλοί επιμένουν πως πέταξαν κι ένα άσπρο κουρέλι όπου με αίμα είχανε γραμμένα: «Πεθαίνουμε για τη Λευτεριά και τη Λαοκρατία». Δεν επιτρέπονταν μολύβι και χαρτί απάνω τους. Γιατί να μην είνε αλήθεια; Οσα που κάμανε, ήταν λιγότερα απ' αυτό;
 
Τ' αυτοκίνητα πλευρίζουν τη σιδερένια πλάγια πόρτα μέσα απ' το χωράφι, και τους ξεφορτώνουνε.
Σ' όλα τα γύρω υψώματα ανεβαίνει και τα γεμίζει ο κόσμος. Ενας οπερατέρ - φωτογράφος προσπαθεί απ' τον ανατολικό λόφο να πάρει τη σκηνή, κι οι Γερμανοί τον κυνηγούν μ' αυτόματα. Δύναμη πολισμάνων παρατάσσεται γύρω - τριγύρω στην περιοχή. Ενας απ' αυτούς λιποθυμά τρεις φορές. Οι μελλοθάνατοι μόλις τους είδαν τους φωνάζουν: «Βλέπετε τι μας κάνουν οι φασίστες; Μόλις μπορέσετε, τα όπλα σας να τα δώσετε στο λαό».
10 η ώρα το πρωί τους φέρανε, και ως τις 2 απ' το μεσημέρι βάσταξε κείνη η τελετή. Τους μάντρωσαν στο βάθος - βάθος, μες σε κάτι χωρίσματα ένα τετραγωνικό μέτρο χώρο το καθένα απ' τα τρία, εκεί που, όταν ήταν σκοπευτήριο, γέμιζαν τα πιστόλια τους. Οι αγωνιστές ζήτησαν να σταθούν όλοι έξω, να τιμούν τις ομάδες που στήνουνταν κάθε φορά στον τοίχο, ζήτησαν μόνοι τους να φορτώνουν τα πτώματα για να τα πιάνουν μαλακά... και μόνο με την τελευταία ομάδα ν' ασχοληθούν oι γερμανοτσολιάδες. Μα δεν τους επιτρέψανε την τελευταία τους θέληση. Τους στοίβαξαν μες στις τρεις τρύπες, και κατά 20άδες έβγαιναν και στήνονταν στον τοίχο. Αντίκρυ στον τοίχο, απάνω σε σιδερένια στρίποδα, στις γωνιές, ήταν τα πολυβόλα. Και τα πυρά τους ρίχναν, διασταυρωνόμενα.
Μέσα στο χώρο της εχτέλεσης ήταν δυο εργάτες του Δήμου για να νταραβερίζουνται τα αίματα, κι ένας παπάς. Ο παπάς ξεμολόγαγε. Τι του ξεμολογιόντανε oι μελλοθάνατοι; - Χαιρετίσματα στη γυναίκα μου! - Ζήτω ο Κόκκινος στρατός! - Εκδίκηση! - Ζήτω η λευτεριά! - Πεθαίνουμε για τη λευτεριά και τη λαοκρατία! Δεν άντεχε για μια στιγμή ο παπάς, κάνει να στρέψει αλλού το πρόσωπο, τον πρόγκησαν οι Γερμανοί με τα πιστόλια.
 
Ο κόσμος γύρω στα λοφάκια, και στις ταράτσες, στέκεται βουβός. Ακούγεται καθαρή - καθαρή ομοβροντία και ριπή της κάθε 20άδας. Τότε ο κόσμος άρχισε όλος μαζί να κλαίει. Κλαίγαν και γέροι και παιδιά. Λέγαν: «Κατάρα - ανάθεμα». Φτάνουν απάνω στη στιγμή οι τσολιάδες. Και τραγούδαγαν ενθουσιασμένοι: «Με το χαμόγελο στα χείλη πάν' οι τσολιάδες μας μπροστά...». Πάγαιναν οι τσολιάδες μας μπροστά χειροκροτώντας, συνεχίζοντας του Γερμανού το εξαίσιο έργο! Παραλαβαίνανε τα πτώματα, τα στοίβαζαν σα σφαγμένα αρνιά και φεύγανε με τ' αυτοκίνητα. Αυτό ήταν το καθορισμένο καθήκον τους στις μέρες εχτελέσεων.
 
Σ' όλο αυτό το διάστημα οι καμπάνες του συνοικισμού χτυπούσαν νεκρικά. Μια γυναίκα αστυφύλακα, που κοίταζε από ψηλά, τρελάθηκε και την έχει ο άντρας της ακόμα κλεισμένη στο Αιγινήτειο. Ενας απ' τους εχτελεσμένους ήρωες δεν είχε ξεψυχήσει, σηκώνεται μέσα απ' το σωρό, κουβάρι, το αίμα στο χαντάκι του 'φτανε ως το γόνατο, και κάνει κάτι σκέρτσα με τα χέρια, κι αρχίζει να γελά, να ξεκαρδίζεται. Ο κοντινός του Γερμανός του αδειάζει το περίστροφο. Μα δεν εκατάλαβε τίποτα, είχε κι αυτός τρελαθεί.

Ο κόσμος πήρε το ξοπίσω τα καμιόνια που 'φευγαν με τα νεκρά κορμιά. Οι άντρες βγάζανε στο πέρασμά τους τα καπέλα, οι γυναίκες τρέχανε και κουβαλούσανε και ρίχνανε λουλούδια, κι όλοι ήταν θαρούσες σαν υπνωτισμένοι απάνω απ' τις σταγόνες το αίμα τους, που 'τρεχε κι έπηζε, κι η γης δεν το 'πινε, και γινόταν αυλάκια. Απάνω στο αίμα σκύβοντας και κοιτάζοντάς το, σήκωναν ύστερα πολλοί τα μάτια και τα χέρια τους ψηλά στον ουρανό. Ητανε η απόγνωση. Μέσα στο χώρο της εχτέλεσης οι εργάτες του Δήμου κουβάλησαν απ' το δίπλα χωράφι με φτυάρια πολύ χώμα, για να ρουφήξει κι εκεί τα αίματα. Το τμήμα αυτό της ελληνικής γης, απ' το πηχτό εκείνο υγρό, ήτανε τώρα πια, καθώς λέν', κορεσμένο.
 
Την ίδια μέρα όλοι οι γύρω συνοικισμοί κήρυξαν γενική απεργία. Τη νύχτα γενική κινητοποίηση του πληθυσμού, φωνάξανε παρά ποτέ ηρωικά κι ασώπαστα χουνιά, κι όπου είχε στάξει το αίμα τους, και στο ντουβάρι της εχτέλεσης, από ψηλά, κρυφά - κρυφά, απ' τους τοίχους, σκεπάστηκαν όλα παντού λουλούδια και ρίχτηκαν παντού στεφάνια. Αυτό ήταν των ζωντανών, προς τους νεκρούς αγωνιστές, το μνημόσυνο.
 
Ετσι γίνηκε η εχτέλεση των 200 ηρώων.
Ετσι γιορτάστηκε η Πρωτομαγιά στην Αθήνα, στο χρόνο 1944.
Ηταν μια μέρα εξαίσια της άνοιξης, κι όμως η γη η αθηναϊκή δεν είχε ακόμα αρκετά στεγνώσει, για να μπορέσει να ρουφά. Το τόσο πολύ αίμα που χτήνη - άνθρωποι την πότισαν, η φύση πια δεν το δεχότανε, κι αναγκαζόταν το ξαναξερνούσε.

Σκοπευτήριο Καισαριανής Ένας τόπος γεμάτος ιστορία

ΠΗΓΕΣ
Γιάννης Kουβάς «Σκοπευτήριο Καισαριανής. Η ματωμένη καρδιά της Ελλάδας.»
https://www.rizospastis.gr/story.do?id=8418637
https://kaisariani.gr/o-topos-mas/istoria/skopeytirio/
https://www.newmoney.gr