Πρόκειται για έναν σταυροειδή εγγεγραμμένο μεταβυζαντινό ναό με χαμηλό κυλινδρικό τρούλλο. Δεν υπάρχουν στοιχεία ακριβούς χρονολόγησης του ναού.
Ο Ιθακήσιος Ιωάννης Θεοφιλάτος ( 1827-1894), παρά τον πλούτο και την κοινωνική του θέση, ήταν απλός και άδολος άνθρωπος και γι’ αυτό ούτε καν σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει, για την προσωπική του προβολή, τη φιλία του με τον Παπαδιαμάντη, τον οποίο θεωρούσε αδελφό του. Σ’ ένα αχρονολόγητο σημείωμα που σώθηκε του έγραφε: “Αλέκο, Χριστός Ανέστη. Πεινώ και τρώγω ωά, έλα να σε ιδώ και φέρε και τον Τσάμην”. Ο δε συγγραφέας, που απόφευγε τις σχέσεις με τους μεγάλους και τους προύχοντες, προτιμώντας να συναναστρέφεται με το λαό, τίμησε τη φιλία του με το Θεοφιλάτο μέχρις ότου αυτός πέθανε αιφνιδίως το 1894 “εν μέσω πατριωτικού συμποσίου, καθ’ ήν στιγμήν ύψωνεν το ποτήριον αυτού υπέρ απελευθερώσεως της Κρήτης”. Με το θάνατο του Θεοφιλάτου κόπηκε ο δεσμός του Παπαδιαμάντη με το Χαρβάτι και τους χωρικούς του.
Στο αφήγημά του "Ο Επιτάφιος και η Ανάστασις εις τα χωρία" αναφέρεται στο Χαρβάτι, χωρίς όμως να το κατονομάσει, καθώς και στον αγαπητό του φίλο Ιωάννη Θεοφιλάτο, ιδιοκτήτη του τεράστιου αγροκτήματος. Αυτό το έκανε επειδή είχε κατηγορηθεί από κάποιους κακόπιστους κύκλους ότι γράφει συχνά για τον Θεοφιλάτο, επειδή τον φιλοξενεί στην έπαυλή του στο Χαρβάτι.
Επιλέγουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την περιγραφή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, η οποία αναφέρεται στον εορτασμό του Πάσχα στο Χαρβάτι, τηρώντας την πρωτότυπη ορθογραφία του κειμένου πλην του τονισμού:
“Η νυκτερινή ακολουθία δια την Ανάστασιν έμελλε να σημάνη ενωρίς, την δεκάτην ώραν, τούτο δε δια να λάβωσιν είδησιν και οι πόρρω κατοικούντες ποιμένες και βοσκοί, να προλάβωσι την Ανάστασιν. Ο Ευλογητός δεν θα ελέγετο αμέσως, αλλά την ενδεκάτην ώραν, η δε πρώτη κρούσις του κώδωνος ήτο απλώς μήνυμα προς τους «τηλού των αγρών οικούντας», βοσκούς και κολλήγους. Αλλ’ ο ευσεβής ιερεύς, όστις δεν εννόει να παραλίπη εκ του τυπικού ουδέ κεραίαν, εισελθών μόνος εις τον ναόν από της ογδόης και ημισείας, έμεινεν αναγινώσκων τας πράξεις των Αποστόλων. Μόλις όμως αντήχησεν η πρώτη του κώδωνος δόνησις και ο φιλόξενος αγρονόμος κυρ-Γιάννης, λαβών την υπερμεγέθη λαμπάδα του, ην είχε παραγγείλει εξ Αθηνών, όλην εκ καθαρού κηρού, λησμονήσας τας εσπερινάς συνθήκας καθ’ ας ο πρώτος κώδων θα ήτο δια τους απωτέρω οικούντας αγροδιαίτους πιστούς, έσπευσε να έλθη εις την εκκλησίαν. Το παράδειγμά του εμιμήθησαν και άλλοι των συγχωρικών και τότε ο αγαθός εφημέριος ηναγκάσθη να βάλη Ευλογητόν προς της ώρας. Εψάλησαν όμως αργά τα τροπάρια του Κανόνος «Κύματι θαλάσσης», εψάλησαν τριπλά και τετραπλά και ούτω την δωδεκάτην ώραν του μεσονυκτίου ακριβώς ετελέθη η Ανάστασις”.
“Τέλος επανήλθομεν εις τον ναόν και ήρξατο ψάλλόμενον το «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί». Οι καλοί χωρικοί μετά μεγίστης ευλαβείας ηκροώντο τα ιερά άσματα, ο δε αξιόλογος ποιμήν Ν. Σκούφος, προσενεγκών ευσεβώς, ανήρτησεν επί του δεξιού μανουαλίου, ενώπιον της εικόνος του δεσπότου Χριστού, τσαντήλαν νωπού τυρού, άλλο πασχάλιον έθιμον των αγροτών της Ελλάδος”.
“Γενομένου του ασπασμού, ήρξατο η λειτουργία μέχρι της 2ας ώρας προς όρθρον. Ότε ελάβομεν το αντίδωρον και εξηρχόμεθα εκ του ναού, άλλο γνήσιον ελληνικόν έθιμον εφείλκυσε την προσοχήν μου περί την θύραν της εκκλησίας. Εις των χωρικών όστις εκτελεί χρέη επιτρόπου εν τω παρεκκλησίω, διένειμεν εις τους εξερχομένους ωά κόκκινα, προσφωνών ενί εκάστω το Χριστός Ανέστη. Έλαβον το δοθέν μοι ωόν και εγκαρδίως ηυχήθην εις τον αγαθόν χωρικόν παν καταθύμιον.
Tότε έκαστος των χωρικών, φέρων ανημμένην την λαμπάδα, απήλθεν οίκαδε. Το κατ’ εμέ, αφού επεσκέφθην δια βραχέων τον φιλόξενον χωρικόν κυρ-Γιάννην, μετέβην εις το μικρόν μαγαζίον του χωρίου και απήλαυσα επί μακρόν χρόνον την ηδονήν της συνδιαλέξεως μετά των χωρικών, ανθρώπων με ανοικτήν καρδίαν. Εις εξ αυτών είχε φέρει εκ της οικίας του σούπαν και βραστόν, τυρόν και αυγά κόκκινα, και εγεύθημεν ομού το πασχάλιον. Εν τω μεταξύ είχεν αρχίσει να γλυκοχαράζη και επειδή δεν ενύσταζον, εσκέφθην, ότι το καλλίτερον ήτο να περιμείνω την ανατολήν του ηλίου και την διάβασιν της αμαξοστοιχίας του σιδηροδρόμου Λαυρίου. Παρήλθον δε ανεπαισθήτως αι ώραι εν μέσω της φαιδράς συνδιαλέξεως, του Χριστός Ανέστη, της συγκρούσεως των ποτηρίων, της μαρμαρυγής του ρητινίτου και του εαρινού των στρουθίων κελαδήματος”.
Ευχαριστώ τον Πρωτοσύγκελο της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, Αρχιμανδρίτη Μιχαήλ Λιούμη για την ευγενική του άδεια, καθώς και τον Αντιπρόεδρο του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ι.Ν. Αγίου Τρύφωνα κ. Ιωάννη Θωμόπουλο για την υπομονή του και τη βοήθειά του.
Ο αρχιτεκτονικός τύπος και κάποια χαρακτηριστικά του τον τοποθετούν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τον 19ο αιώνα (μεταξύ 1874 - 1904) ανακαινίσθηκε από τον εφοπλιστή Ι . Θεοφιλάτο, ιδιοκτήτη του κτήματος Χαρβατίου εκείνη την περίοδο. Δεν λείπουν και οι μετέπειτα παρεμβάσεις.
Στο εσωτερικό του ναού σώζεται μόνο αγιογραφία στον τρούλλο, ο «Θεός Πατέρας».
Το εκκλησάκι αυτό αγαπούσε και έψελνε ο Παπαδιαμάντης κατά τις επισκέψεις του στο Χαρβάτι, στο αρχοντικό του φίλου του Ιωάννη Θεοφιλάτου.
Διαβάζουμε στη σελίδα του "Παλληνέα¨ (Σύλλογος Παλαιών Κατοίκων Παλλήνης):
Η γνωριμία του πλούσιου εφοπλιστή και κτηματία με τον φτωχό συγγραφέα πραγματοποιήθηκε μέσω ενός κοινού τους φίλου του Γιάννη Μανάφτη, ο οποίος κάθε βράδυ συντρόφευε τον Παπαδιαμάντη στην ταβέρνα του Καχριμάνη στη συνοικία του Ψυρρή. Ο Θεοφιλάτος ήταν φανατικός αναγνώστης του Παπαδιαμάντη και φλεγόταν από την επιθυμία να τον συναντήσει και να του εκφράσει το θαυμασμό του.
Η συνάντησή τους έγινε ένα βράδυ στην ταβέρνα του Καχριμάνη. Ο Παπαδιαμάντης άργησε να εμφανιστεί, προκαλώντας ανησυχία στην παρέα που τον ανέμενε με αγωνία. Όταν τελικά ήλθε, συνοδευόμενος από τον επιστήθιο φίλο του καλόγερο Νήφωνα, που τον φιλοξενούσε επί δύο χρόνια στο φτωχικό του δωμάτιο, ο Μανάφτης τον σύστησε στο Θεοφιλάτο κι ακολούθησε σιωπή, αφού ο κυρ Αλέξανδρος σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, έγειρε το κεφάλι κι έμεινε σιωπηλός όπως το συνήθιζε.
Ο Θεοφιλάτος δεν απογοητεύτηκε από την όλη εξωτερική εμφάνιση του Παπαδιαμάντη και τη σκυθρωπή στάση του, γιατί είχε ακούσει πολλά για τη ζωή και τη συμπεριφορά του από τον Γιάννη Μανάφτη. Είχε, εξάλλου, την ικανότητα να εκτιμά έναν άνθρωπο για την προσωπικότητα και το έργο του και όχι για την εξωτερική του εμφάνιση. Λίγο πριν να χωρίσουν ο εφοπλιστής κάλεσε το συγγραφέα να επισκεφτεί το κτήμα του στο Χαρβάτι για το Πάσχα. Ο κυρ Αλέξανδρος δεν του έκανε τη χάρη και χρειάστηκε να τον συναντήσει στην ταβέρνα του Καχριμάνη κι άλλες φορές ωσότου να τον καταφέρει να πάει και να γιορτάσει μαζί του τον Δεκαπενταύγουστο του 1886. Έκτοτε ο Παπαδιαμάντης άρχισε να επισκέπτεται τακτικά το αγρόκτημα στο Χαρβάτι και να δημοσιεύει τις εμπειρίες και τις εντυπώσεις του στην εφημερίδα “ΕΦΗΜΕΡΙΣ”, όπως έγινε και με το “Ο Επιτάφιος και η Ανάστασις εις Τα χωρία” (7 Απριλίου 1887).Ο Ιθακήσιος Ιωάννης Θεοφιλάτος ( 1827-1894), παρά τον πλούτο και την κοινωνική του θέση, ήταν απλός και άδολος άνθρωπος και γι’ αυτό ούτε καν σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει, για την προσωπική του προβολή, τη φιλία του με τον Παπαδιαμάντη, τον οποίο θεωρούσε αδελφό του. Σ’ ένα αχρονολόγητο σημείωμα που σώθηκε του έγραφε: “Αλέκο, Χριστός Ανέστη. Πεινώ και τρώγω ωά, έλα να σε ιδώ και φέρε και τον Τσάμην”. Ο δε συγγραφέας, που απόφευγε τις σχέσεις με τους μεγάλους και τους προύχοντες, προτιμώντας να συναναστρέφεται με το λαό, τίμησε τη φιλία του με το Θεοφιλάτο μέχρις ότου αυτός πέθανε αιφνιδίως το 1894 “εν μέσω πατριωτικού συμποσίου, καθ’ ήν στιγμήν ύψωνεν το ποτήριον αυτού υπέρ απελευθερώσεως της Κρήτης”. Με το θάνατο του Θεοφιλάτου κόπηκε ο δεσμός του Παπαδιαμάντη με το Χαρβάτι και τους χωρικούς του.
Στο αφήγημά του "Ο Επιτάφιος και η Ανάστασις εις τα χωρία" αναφέρεται στο Χαρβάτι, χωρίς όμως να το κατονομάσει, καθώς και στον αγαπητό του φίλο Ιωάννη Θεοφιλάτο, ιδιοκτήτη του τεράστιου αγροκτήματος. Αυτό το έκανε επειδή είχε κατηγορηθεί από κάποιους κακόπιστους κύκλους ότι γράφει συχνά για τον Θεοφιλάτο, επειδή τον φιλοξενεί στην έπαυλή του στο Χαρβάτι.
Επιλέγουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την περιγραφή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, η οποία αναφέρεται στον εορτασμό του Πάσχα στο Χαρβάτι, τηρώντας την πρωτότυπη ορθογραφία του κειμένου πλην του τονισμού:
“Η νυκτερινή ακολουθία δια την Ανάστασιν έμελλε να σημάνη ενωρίς, την δεκάτην ώραν, τούτο δε δια να λάβωσιν είδησιν και οι πόρρω κατοικούντες ποιμένες και βοσκοί, να προλάβωσι την Ανάστασιν. Ο Ευλογητός δεν θα ελέγετο αμέσως, αλλά την ενδεκάτην ώραν, η δε πρώτη κρούσις του κώδωνος ήτο απλώς μήνυμα προς τους «τηλού των αγρών οικούντας», βοσκούς και κολλήγους. Αλλ’ ο ευσεβής ιερεύς, όστις δεν εννόει να παραλίπη εκ του τυπικού ουδέ κεραίαν, εισελθών μόνος εις τον ναόν από της ογδόης και ημισείας, έμεινεν αναγινώσκων τας πράξεις των Αποστόλων. Μόλις όμως αντήχησεν η πρώτη του κώδωνος δόνησις και ο φιλόξενος αγρονόμος κυρ-Γιάννης, λαβών την υπερμεγέθη λαμπάδα του, ην είχε παραγγείλει εξ Αθηνών, όλην εκ καθαρού κηρού, λησμονήσας τας εσπερινάς συνθήκας καθ’ ας ο πρώτος κώδων θα ήτο δια τους απωτέρω οικούντας αγροδιαίτους πιστούς, έσπευσε να έλθη εις την εκκλησίαν. Το παράδειγμά του εμιμήθησαν και άλλοι των συγχωρικών και τότε ο αγαθός εφημέριος ηναγκάσθη να βάλη Ευλογητόν προς της ώρας. Εψάλησαν όμως αργά τα τροπάρια του Κανόνος «Κύματι θαλάσσης», εψάλησαν τριπλά και τετραπλά και ούτω την δωδεκάτην ώραν του μεσονυκτίου ακριβώς ετελέθη η Ανάστασις”.
“Τέλος επανήλθομεν εις τον ναόν και ήρξατο ψάλλόμενον το «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί». Οι καλοί χωρικοί μετά μεγίστης ευλαβείας ηκροώντο τα ιερά άσματα, ο δε αξιόλογος ποιμήν Ν. Σκούφος, προσενεγκών ευσεβώς, ανήρτησεν επί του δεξιού μανουαλίου, ενώπιον της εικόνος του δεσπότου Χριστού, τσαντήλαν νωπού τυρού, άλλο πασχάλιον έθιμον των αγροτών της Ελλάδος”.
“Γενομένου του ασπασμού, ήρξατο η λειτουργία μέχρι της 2ας ώρας προς όρθρον. Ότε ελάβομεν το αντίδωρον και εξηρχόμεθα εκ του ναού, άλλο γνήσιον ελληνικόν έθιμον εφείλκυσε την προσοχήν μου περί την θύραν της εκκλησίας. Εις των χωρικών όστις εκτελεί χρέη επιτρόπου εν τω παρεκκλησίω, διένειμεν εις τους εξερχομένους ωά κόκκινα, προσφωνών ενί εκάστω το Χριστός Ανέστη. Έλαβον το δοθέν μοι ωόν και εγκαρδίως ηυχήθην εις τον αγαθόν χωρικόν παν καταθύμιον.
Tότε έκαστος των χωρικών, φέρων ανημμένην την λαμπάδα, απήλθεν οίκαδε. Το κατ’ εμέ, αφού επεσκέφθην δια βραχέων τον φιλόξενον χωρικόν κυρ-Γιάννην, μετέβην εις το μικρόν μαγαζίον του χωρίου και απήλαυσα επί μακρόν χρόνον την ηδονήν της συνδιαλέξεως μετά των χωρικών, ανθρώπων με ανοικτήν καρδίαν. Εις εξ αυτών είχε φέρει εκ της οικίας του σούπαν και βραστόν, τυρόν και αυγά κόκκινα, και εγεύθημεν ομού το πασχάλιον. Εν τω μεταξύ είχεν αρχίσει να γλυκοχαράζη και επειδή δεν ενύσταζον, εσκέφθην, ότι το καλλίτερον ήτο να περιμείνω την ανατολήν του ηλίου και την διάβασιν της αμαξοστοιχίας του σιδηροδρόμου Λαυρίου. Παρήλθον δε ανεπαισθήτως αι ώραι εν μέσω της φαιδράς συνδιαλέξεως, του Χριστός Ανέστη, της συγκρούσεως των ποτηρίων, της μαρμαρυγής του ρητινίτου και του εαρινού των στρουθίων κελαδήματος”.
Ευχαριστώ τον Πρωτοσύγκελο της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, Αρχιμανδρίτη Μιχαήλ Λιούμη για την ευγενική του άδεια, καθώς και τον Αντιπρόεδρο του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ι.Ν. Αγίου Τρύφωνα κ. Ιωάννη Θωμόπουλο για την υπομονή του και τη βοήθειά του.